- ἐρημονόμος
- ἐρημόνομοςmasc/fem nom sgἐρημονόμοςhaunting the wildsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερημονόμος — ἐρημονόμος, ον και έρημόνομος, ον (Α) 1. αυτός που συχνάζει στην έρημο («ἐρημονόμοι θεαί») 2. έρημος, ακατοίκητος («ἐρημονόμος λόχμη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + νομός (< νέμω) πρβλ. ορειο νόμος] … Dictionary of Greek
ἐρημονόμα — ἐρημόνομος neut nom/voc/acc pl ἐρημονόμος haunting the wilds neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημονόμοι — ἐρημόνομος masc/fem nom/voc pl ἐρημονόμος haunting the wilds masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημονόμοιο — ἐρημόνομος masc/fem/neut gen sg (epic) ἐρημονόμος haunting the wilds masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημονόμοις — ἐρημόνομος masc/fem/neut dat pl ἐρημονόμος haunting the wilds masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημονόμου — ἐρημόνομος masc/fem/neut gen sg ἐρημονόμος haunting the wilds masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημονόμων — ἐρημόνομος masc/fem/neut gen pl ἐρημονόμος haunting the wilds masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρημονόμῳ — ἐρημόνομος masc/fem/neut dat sg ἐρημονόμος haunting the wilds masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek